γέλασμα: Difference between revisions

3
(8)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (AM [[γέλασμα]]) [[γελώ]]<br /><b>1.</b> το [[γέλιο]]<br /><b>2.</b> εκείνο το οποίο προκαλεί γέλια στους άλλους, ο [[περίγελως]]<br /><b>3.</b> ο [[εμπαιγμός]], η [[κοροϊδία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />το [[ξεγέλασμα]], η [[απάτη]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[φλοίσβος]] των κυμάτων («ποντίων κυμάτων ἀνήριθμον [[γέλασμα]]», <b>Αισχ.</b>).
|mltxt=το (AM [[γέλασμα]]) [[γελώ]]<br /><b>1.</b> το [[γέλιο]]<br /><b>2.</b> εκείνο το οποίο προκαλεί γέλια στους άλλους, ο [[περίγελως]]<br /><b>3.</b> ο [[εμπαιγμός]], η [[κοροϊδία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />το [[ξεγέλασμα]], η [[απάτη]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[φλοίσβος]] των κυμάτων («ποντίων κυμάτων ἀνήριθμον [[γέλασμα]]», <b>Αισχ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''γέλασμα:''' -ατος, τό ([[γελάω]]), [[γέλιο]]· κυμάτων ἀνήριθμον [[γέλασμα]], «το ακτινοβόλο [[χαμόγελο]] του Ωκεανού», σε Αισχύλ.
}}
}}