δημιουργικός: Difference between revisions

3
(9)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[δημιουργικός]], -ή, -όν) [[δημιουργός]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον δημιουργό<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[ικανός]] να δημιουργεί («δημιουργική [[φαντασία]]», «δημιουργική [[ικανότητα]]», «[[δημιουργικός]] [[οίστρος]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[ικανός]] να δημιουργήσει [[κάτι]] εκ του μηδενός («[[δημιουργικός]] Θεός»)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δημιουργικόν</i><br />(για τους άρχοντες) η [[τάξη]] όσων έχουν το [[αξίωμα]] του δημιουργού<br />II. <b>επίρρ.</b> [[δημιουργικά]] (AM δημιουργικῶς)<br />με τρόπο δημιουργικό, εμπνευσμένο<br /><b>αρχ.</b><br />όπως ταιριάζει σε χειρώνακτα («φράζε δημιουργικῶς»).
|mltxt=-ή, -ό (AM [[δημιουργικός]], -ή, -όν) [[δημιουργός]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον δημιουργό<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[ικανός]] να δημιουργεί («δημιουργική [[φαντασία]]», «δημιουργική [[ικανότητα]]», «[[δημιουργικός]] [[οίστρος]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[ικανός]] να δημιουργήσει [[κάτι]] εκ του μηδενός («[[δημιουργικός]] Θεός»)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δημιουργικόν</i><br />(για τους άρχοντες) η [[τάξη]] όσων έχουν το [[αξίωμα]] του δημιουργού<br />II. <b>επίρρ.</b> [[δημιουργικά]] (AM δημιουργικῶς)<br />με τρόπο δημιουργικό, εμπνευσμένο<br /><b>αρχ.</b><br />όπως ταιριάζει σε χειρώνακτα («φράζε δημιουργικῶς»).
}}
{{lsm
|lsmtext='''δημιουργικός:''' -ή, -όν, αυτός που χαρακτηρίζει ένα <i>δημιουργόν</i> ή χειροτέχνη, σε Πλάτ.
}}
}}