3,274,919
edits
(8) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δάπις]] (-ιδος), η (Α)<br />[[τάπητας]], [[χαλί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για παρετυμολογικό μεταπλασμό της λ. [[τάπις]] (-<i>ιδος</i>) (ή [[τάπης]], -<i>ητος</i>) που προήλθε με ηχηροποίηση (αρχαίο <i>δ</i>= / <i>d</i> /) του αρχικού φθόγγου. Δεν αποκλείεται εξάλλου να έχει ασκηθεί [[επίδραση]] και από τη λ. [[δάπεδον]], αν ληφθεί [[μάλιστα]] υπ' όψη ότι το [[δάπεδο]] [[συχνά]] [[είναι]] καλυμμένο με τάπητες]. | |mltxt=[[δάπις]] (-ιδος), η (Α)<br />[[τάπητας]], [[χαλί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για παρετυμολογικό μεταπλασμό της λ. [[τάπις]] (-<i>ιδος</i>) (ή [[τάπης]], -<i>ητος</i>) που προήλθε με ηχηροποίηση (αρχαίο <i>δ</i>= / <i>d</i> /) του αρχικού φθόγγου. Δεν αποκλείεται εξάλλου να έχει ασκηθεί [[επίδραση]] και από τη λ. [[δάπεδον]], αν ληφθεί [[μάλιστα]] υπ' όψη ότι το [[δάπεδο]] [[συχνά]] [[είναι]] καλυμμένο με τάπητες]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δάπις:''' [ᾰ], -ιδος, ἡ, = [[τάπης]], χαλί, «[[πατάκι]]», σε Αριστοφ., Ξεν. | |||
}} | }} |