γναθμός: Difference between revisions

3
(8)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[γναθμός]], ο (Α)<br />[[σαγόνι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για παράλληλο τ. του [[γνάθος]] και απαντά στην [[ποίηση]]. Ανάγεται σε IE <i>gon∂dh</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>ĝenu</i>- «[[πιγούνι]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>μος</i>, πιθ. αναλογικά [[προς]] τα [[λαιμός]], [[βρεχμός]], [[οφθαλμός]]].
|mltxt=[[γναθμός]], ο (Α)<br />[[σαγόνι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για παράλληλο τ. του [[γνάθος]] και απαντά στην [[ποίηση]]. Ανάγεται σε IE <i>gon∂dh</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>ĝenu</i>- «[[πιγούνι]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>μος</i>, πιθ. αναλογικά [[προς]] τα [[λαιμός]], [[βρεχμός]], [[οφθαλμός]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''γναθμός:''' ὁ, [[σαγόνι]], ποιητ. [[τύπος]] του [[γνάθος]], σε Όμηρ.· επίσης στον πληθ., σε Ομήρ. Οδ.· μεταφ., <i>γναθμοὶ φαρμάκων</i>, το «[[δάγκωμα]]» του δηλητηρίου, σε Ευρ.· για το <i>ἀλλοτρίοις γναθμοῖσι γελᾶν</i>, βλ. [[ἀλλότριος]].
}}
}}