διακομίζω: Difference between revisions

3
(9)
(3)
Line 13: Line 13:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[διακομίζω]])<br />[[μεταφέρω]], [[μετακομίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μεταφέρω]] από το [[μέτωπο]] στα [[μετόπισθεν]] τραυματίες ή ασθενείς<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[κληροδοτώ]]<br /><b>2.</b> [[μεταβιβάζω]] [[κληροδότημα]] στον δικαιούχο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[περνώ]], [[διαβαίνω]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[διαβιβάζω]] σισίτιο» — [[αναζωογονώ]], [[δυναμώνω]] κάποιον δίνοντας του [[τροφή]].
|mltxt=(AM [[διακομίζω]])<br />[[μεταφέρω]], [[μετακομίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μεταφέρω]] από το [[μέτωπο]] στα [[μετόπισθεν]] τραυματίες ή ασθενείς<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[κληροδοτώ]]<br /><b>2.</b> [[μεταβιβάζω]] [[κληροδότημα]] στον δικαιούχο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[περνώ]], [[διαβαίνω]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[διαβιβάζω]] σισίτιο» — [[αναζωογονώ]], [[δυναμώνω]] κάποιον δίνοντας του [[τροφή]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''διακομίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ῐῶ</i>, [[μεταφέρω]] ή [[μεταβιβάζω]], σε Ηρόδ., Θουκ. — Μέσ., [[μεταβιβάζω]] [[κάτι]] από αυτά που μου ανήκουν, σε Ηρόδ. — Παθ., μεταβιβάζομαι, [[διέρχομαι]], [[διασχίζω]], σε Θουκ.
}}
}}