διαμαθύνω: Difference between revisions

3
(9)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[διαμαθύνω]] (Α) [[αμαθύνω]]<br />[[μετατρέπω]] σε [[σκόνη]], [[καταστρέφω]] ολοσχερώς.
|mltxt=[[διαμαθύνω]] (Α) [[αμαθύνω]]<br />[[μετατρέπω]] σε [[σκόνη]], [[καταστρέφω]] ολοσχερώς.
}}
{{lsm
|lsmtext='''διᾰμᾰθύνω:''' αόρ. αʹ <i>-ημάθῡνα</i>, κονιορτοποιώ, [[αλέθω]] [[κάτι]] ώσπου να γίνει [[σκόνη]], [[καταστρέφω]] ολοκληρωτικά, σε Αισχύλ.
}}
}}