διαφοιβάζω: Difference between revisions

4
(9)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[διαφοιβάζω]] (Α)<br />[[κάνω]] κάποιον μανιακό.
|mltxt=[[διαφοιβάζω]] (Α)<br />[[κάνω]] κάποιον μανιακό.
}}
{{lsm
|lsmtext='''διαφοιβάζω:''' [[οδηγώ]] στην [[τρέλα]], [[εξοργίζω]] — Παθ. απαρ. παρακ. <i>διαπεφοιβάσθαι</i>, σε Σοφ.
}}
}}