διασφάλλω: Difference between revisions

4
(9)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[διασφάλλω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] ν' αποτύχει εντελώς<br /><b>2.</b> διασφάλλομαι, [[αποτυγχάνω]].
|mltxt=[[διασφάλλω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] ν' αποτύχει εντελώς<br /><b>2.</b> διασφάλλομαι, [[αποτυγχάνω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''διασφάλλω:''' μέλ. <i>-σφᾰλῶ</i>, [[ανατρέπω]] εντελώς, σε Λουκ. — Παθ., απογοητεύομαι από, <i>τινός</i>, σε Αισχίν.
}}
}}