διαστροφή: Difference between revisions

4
(9)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[διαστροφή]])<br /><b>1.</b> [[εκτροπή]] μέλους του ανθρώπινου σώματος (οστού, μυός, τένοντος <b>κ.λπ.</b>) από τη φυσιολογική [[θέση]], [[εξάρθρωση]], [[βγάλσιμο]]<br /><b>2.</b> [[στράβωμα]], [[παραμόρφωση]]<br /><b>3.</b> (με [[ηθική]] [[έννοια]]) [[μεταβολή]] [[προς]] το χειρότερο, εξαθλίωση, [[διαφθορά]]<br /><b>4.</b> [[παραμόρφωση]], [[παραχάραξη]], [[παραποίηση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[μεταβολή]] σχήματος, μορφής («[[διαστροφή]] του προσώπου» — [[μορφασμός]], στραβομουτσούνιασμα)<br /><b>2.</b> κακόπιστη [[παραποίηση]] («[[διαστροφή]] αλήθειας, λόγων, επεισοδίου»)<br /><b>3.</b> (αναφορικά με τα γενετήσια ένστικτα) [[παρεκτροπή]] από το φυσιολογικό, σεξουαλική [[ανωμαλία]]<br /><b>μσν.</b><br />(για χορευτές) εύστροφη σωματική [[κάμψη]], [[τσάκισμα]], [[τσαλίμι]] («τὰς κινήσεις ἐθαύμαζον... τὰς τῶν χειρῶν διαστροφάς»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[έλλειψη]] προσοχής, [[αφηρημάδα]]<br /><b>2.</b> [[παραφροσύνη]], [[τρέλα]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «διαστροφὴ τῶν ὀμμάτων» — [[αλληθώρισμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Από το αρχ. ελλ. [[διαστροφή]] σχηματίστηκε ως μεταφραστικό [[δάνειο]] το λατ. <i>perversus</i> απ' όπου αντίστοιχες ευρωπαϊκές λέξεις (<b>[[πρβλ]].</b> γαλλ.-αγγλ. <i>perversion</i>).
|mltxt=η (AM [[διαστροφή]])<br /><b>1.</b> [[εκτροπή]] μέλους του ανθρώπινου σώματος (οστού, μυός, τένοντος <b>κ.λπ.</b>) από τη φυσιολογική [[θέση]], [[εξάρθρωση]], [[βγάλσιμο]]<br /><b>2.</b> [[στράβωμα]], [[παραμόρφωση]]<br /><b>3.</b> (με [[ηθική]] [[έννοια]]) [[μεταβολή]] [[προς]] το χειρότερο, εξαθλίωση, [[διαφθορά]]<br /><b>4.</b> [[παραμόρφωση]], [[παραχάραξη]], [[παραποίηση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[μεταβολή]] σχήματος, μορφής («[[διαστροφή]] του προσώπου» — [[μορφασμός]], στραβομουτσούνιασμα)<br /><b>2.</b> κακόπιστη [[παραποίηση]] («[[διαστροφή]] αλήθειας, λόγων, επεισοδίου»)<br /><b>3.</b> (αναφορικά με τα γενετήσια ένστικτα) [[παρεκτροπή]] από το φυσιολογικό, σεξουαλική [[ανωμαλία]]<br /><b>μσν.</b><br />(για χορευτές) εύστροφη σωματική [[κάμψη]], [[τσάκισμα]], [[τσαλίμι]] («τὰς κινήσεις ἐθαύμαζον... τὰς τῶν χειρῶν διαστροφάς»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[έλλειψη]] προσοχής, [[αφηρημάδα]]<br /><b>2.</b> [[παραφροσύνη]], [[τρέλα]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «διαστροφὴ τῶν ὀμμάτων» — [[αλληθώρισμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Από το αρχ. ελλ. [[διαστροφή]] σχηματίστηκε ως μεταφραστικό [[δάνειο]] το λατ. <i>perversus</i> απ' όπου αντίστοιχες ευρωπαϊκές λέξεις (<b>[[πρβλ]].</b> γαλλ.-αγγλ. <i>perversion</i>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''διαστροφή:''' ἡ, [[διαστρέβλωση]], [[παραμόρφωση]], σε Αριστ.
}}
}}