δολιχός: Difference between revisions

4
(9)
(4)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δολιχός]], -ή, -όν (AM)<br /><b>1.</b> [[μακρύς]], [[επιμήκης]]<br /><b>2.</b> αυτός που διαρκεί πολύ χρόνο, [[μακροχρόνιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αρχαίος ΙΕ τ. με [[σημασία]] «[[μακρύς]]», που εμφανίζει δισύλλαβη [[ρίζα]] <i>doligh</i>- και συνδέεται τόσο με μονοσύλλαβα όσο και με δισύλλαβα μορφήματα άλλων γλωσσών (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ινδ. <i>d</i><i>ī</i><i>rgha</i>-, αβ. <i>dar∂ya</i>-, αρχ. σλαβ. <i>dlůgů</i>, χεττ. <i>dalug</i>-) στα οποία απαντούν διάφορες μεταπτωτικές βαθμίδες της ρίζας <i>del</i>- «[[μακρύς]]». Δισύλλαβη [[ρίζα]] εμφανίζεται [[επίσης]] και στο β' συνθετικό του τ. <i>εν</i>-<i>δελεχής</i>, το οποίο προέρχεται πιθ. από <i>δέλεχος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[γένεσις]])].
|mltxt=[[δολιχός]], -ή, -όν (AM)<br /><b>1.</b> [[μακρύς]], [[επιμήκης]]<br /><b>2.</b> αυτός που διαρκεί πολύ χρόνο, [[μακροχρόνιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αρχαίος ΙΕ τ. με [[σημασία]] «[[μακρύς]]», που εμφανίζει δισύλλαβη [[ρίζα]] <i>doligh</i>- και συνδέεται τόσο με μονοσύλλαβα όσο και με δισύλλαβα μορφήματα άλλων γλωσσών (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ινδ. <i>d</i><i>ī</i><i>rgha</i>-, αβ. <i>dar∂ya</i>-, αρχ. σλαβ. <i>dlůgů</i>, χεττ. <i>dalug</i>-) στα οποία απαντούν διάφορες μεταπτωτικές βαθμίδες της ρίζας <i>del</i>- «[[μακρύς]]». Δισύλλαβη [[ρίζα]] εμφανίζεται [[επίσης]] και στο β' συνθετικό του τ. <i>εν</i>-<i>δελεχής</i>, το οποίο προέρχεται πιθ. από <i>δέλεχος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[γένεσις]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δολῐχός:''' -ή, -όν, [[μακρύς]], σε Όμηρ.· ουδ. <i>δολιχόν</i>, ως επίρρ., σε Ομήρ. Ιλ., Πλάτ.
}}
}}