3,277,050
edits
(10) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δυσεξέλικτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δύσκολα ξετυλίγεται<br /><b>2.</b> [[δυσεξήγητος]]<br /><b>3.</b> (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) <i>δυσεξέλικτα</i><br />με δύσκολους ελιγμούς. | |mltxt=[[δυσεξέλικτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δύσκολα ξετυλίγεται<br /><b>2.</b> [[δυσεξήγητος]]<br /><b>3.</b> (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) <i>δυσεξέλικτα</i><br />με δύσκολους ελιγμούς. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δυσεξέλικτος:''' -ον ([[ἐξελίσσω]]), αυτός που δύσκολα ξετυλίγεται, εκτυλίσσεται, σε Πλούτ. | |||
}} | }} |