δυσεξερεύνητος: Difference between revisions

4
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[δυσεξερεύνητος]], -ον)<br />αυτός που δύσκολα εξερευνάται.
|mltxt=-η, -ο (AM [[δυσεξερεύνητος]], -ον)<br />αυτός που δύσκολα εξερευνάται.
}}
{{lsm
|lsmtext='''δυσεξερεύνητος:''' -ον, αυτός που δύσκολα εξερευνάται, σε Αριστ.
}}
}}