δύσεργος: Difference between revisions

4
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δύσεργος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> δυσκολοκατέργαστος<br /><b>2.</b> [[ακατάλληλος]] για [[κατεργασία]]<br /><b>3.</b> [[δύσχρηστος]] («[[δύσεργος]] [[οπλισμός]]»)<br /><b>4.</b> (για [[πόλη]]) αυτή που δύσκολα πολιορκείται<br /><b>5.</b> [[δύσκολος]]<br /><b>6.</b> αυτός που δύσκολα εργάζεται, [[τεμπέλης]].
|mltxt=[[δύσεργος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> δυσκολοκατέργαστος<br /><b>2.</b> [[ακατάλληλος]] για [[κατεργασία]]<br /><b>3.</b> [[δύσχρηστος]] («[[δύσεργος]] [[οπλισμός]]»)<br /><b>4.</b> (για [[πόλη]]) αυτή που δύσκολα πολιορκείται<br /><b>5.</b> [[δύσκολος]]<br /><b>6.</b> αυτός που δύσκολα εργάζεται, [[τεμπέλης]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δύσεργος:''' -ον (*[[ἔργω]]), αυτός που επεξεργάζεται δύσκολα, [[δυσκίνητος]] στην [[εργασία]], [[νωθρός]], σε Πλούτ.
}}
}}