δυσθρήνητος: Difference between revisions

4
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δυσθρήνητος]], -ον (Α)<br />αυτός που δύσκολα μπορεί να θρηνολογηθεί, που απαιτεί γοερόν θρήνο.
|mltxt=[[δυσθρήνητος]], -ον (Α)<br />αυτός που δύσκολα μπορεί να θρηνολογηθεί, που απαιτεί γοερόν θρήνο.
}}
{{lsm
|lsmtext='''δυσθρήνητος:''' -ον ([[θρηνέω]]), αυτός που θρηνεί [[γοερά]], [[θρηνητικός]], σε Σοφ., Ευρ.
}}
}}