δύσριγος: Difference between revisions

4
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δύσριγος]], -ον (AM)<br />αυτός που εύκολα αισθάνεται [[ρίγος]], ο [[ευαίσθητος]] στο [[κρύο]].
|mltxt=[[δύσριγος]], -ον (AM)<br />αυτός που εύκολα αισθάνεται [[ρίγος]], ο [[ευαίσθητος]] στο [[κρύο]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δύσρῑγος:''' -ον, ευαίσθηστος στο [[κρύο]], στο [[ψύχος]], σε Ηρόδ.
}}
}}