δονακεύς: Difference between revisions

4
(9)
(4)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δονακεύς]], ο (Α)<br /><b>1.</b> [[συστάδα]] δονάκων, [[καλαμιώνας]]<br /><b>2.</b> [[δόναξ]], [[καλάμι]]<br /><b>3.</b> αυτός που πιάνει πουλιά με [[ξόβεργα]].
|mltxt=[[δονακεύς]], ο (Α)<br /><b>1.</b> [[συστάδα]] δονάκων, [[καλαμιώνας]]<br /><b>2.</b> [[δόναξ]], [[καλάμι]]<br /><b>3.</b> αυτός που πιάνει πουλιά με [[ξόβεργα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δονᾰκεύς:''' -έως, ὁ ([[δόναξ]]),·<br /><b class="num">I.</b> [[θαμνώδης]] [[έκταση]] με καλάμια, [[καλαμιώνας]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> = [[δόναξ]], σε Ανθ.
}}
}}