δυσχείρωτος: Difference between revisions

4
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δυσχείρωτος]], -ον (Α)<br />αυτός που δύσκολα υποτάσσεται.
|mltxt=[[δυσχείρωτος]], -ον (Α)<br />αυτός που δύσκολα υποτάσσεται.
}}
{{lsm
|lsmtext='''δυσχείρωτος:''' -ον ([[χειρόω]]), αυτός που δύσκολα υποτάσσεται, [[αδούλωτος]], σε Ηρόδ., Δημ.
}}
}}