ἐγχέλειος: Difference between revisions

4
(10)
(4)
Line 10: Line 10:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐγχέλειος]], -ον (Α)<br />αυτός που προέρχεται από [[χέλι]].
|mltxt=[[ἐγχέλειος]], -ον (Α)<br />αυτός που προέρχεται από [[χέλι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐγχέλειος:''' -α, -ον, ο [[σχετικός]] με [[χέλι]]· [[τἀγχέλεια]] ([[κρέα]]), [[σάρκα]] χελιού, σε Αριστοφ.
}}
}}