3,277,020
edits
(10) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δυσπρόσβατος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει δύσκολη [[πρόσβαση]], [[δυσπρόσιτος]]. | |mltxt=[[δυσπρόσβατος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει δύσκολη [[πρόσβαση]], [[δυσπρόσιτος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δυσπρόσβᾰτος:''' -ον, αυτός που δύσκολα προσεγγίζεται, [[δύσκολος]] στην [[πρόσβαση]], [[δυσπρόσιτος]], [[δύσβατος]], σε Θουκ. | |||
}} | }} |