ἐγχέζω: Difference between revisions

4
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐγχέζω]] (Α)<br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «[[οὗτος]] τί δέδρακας;» — «[[ἐγκέχοδα]]» — χέστηκα, τά '[[κάνα]] [[πάνω]] μου απ' τον φόβο<br /><b>2.</b> «κἀγκεχοδασί μ' οἱ πλουτοῡντες» — και τά κάνουν [[απάνω]] τους οι πλούσιοι όταν μέ βλέπουν <b>(Αριστφ.)</b>.
|mltxt=[[ἐγχέζω]] (Α)<br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «[[οὗτος]] τί δέδρακας;» — «[[ἐγκέχοδα]]» — χέστηκα, τά '[[κάνα]] [[πάνω]] μου απ' τον φόβο<br /><b>2.</b> «κἀγκεχοδασί μ' οἱ πλουτοῡντες» — και τά κάνουν [[απάνω]] τους οι πλούσιοι όταν μέ βλέπουν <b>(Αριστφ.)</b>.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐγχέζω:''' μέλ. <i>-χέσω</i> ή <i>χεσοῦμαι</i>, παρακ. [[ἐγκέχοδα]]· Λατ. incacare, σε Αριστοφ.· με αιτ., βρίσκομαι σε φρικώδη τρόμο, στον ίδ.
}}
}}