3,254,032
edits
(10) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐγχέζω]] (Α)<br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «[[οὗτος]] τί δέδρακας;» — «[[ἐγκέχοδα]]» — χέστηκα, τά '[[κάνα]] [[πάνω]] μου απ' τον φόβο<br /><b>2.</b> «κἀγκεχοδασί μ' οἱ πλουτοῡντες» — και τά κάνουν [[απάνω]] τους οι πλούσιοι όταν μέ βλέπουν <b>(Αριστφ.)</b>. | |mltxt=[[ἐγχέζω]] (Α)<br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «[[οὗτος]] τί δέδρακας;» — «[[ἐγκέχοδα]]» — χέστηκα, τά '[[κάνα]] [[πάνω]] μου απ' τον φόβο<br /><b>2.</b> «κἀγκεχοδασί μ' οἱ πλουτοῡντες» — και τά κάνουν [[απάνω]] τους οι πλούσιοι όταν μέ βλέπουν <b>(Αριστφ.)</b>. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐγχέζω:''' μέλ. <i>-χέσω</i> ή <i>χεσοῦμαι</i>, παρακ. [[ἐγκέχοδα]]· Λατ. incacare, σε Αριστοφ.· με αιτ., βρίσκομαι σε φρικώδη τρόμο, στον ίδ. | |||
}} | }} |