εἰσποιητός: Difference between revisions

4
(10)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εἰσποιητός]], -ή, -όν (Α)<br />υιοθετημένος, [[θετός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πράγμ.</b>) αυτός τον οποίο αποκτά [[κανείς]] για τον εαυτό του<br /><b>2.</b> αυτός που αποκτήθηκε με [[υιοθεσία]]<br /><b>3.</b> αυτός που έχει εισαχθεί από το εξωτερικό.
|mltxt=[[εἰσποιητός]], -ή, -όν (Α)<br />υιοθετημένος, [[θετός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πράγμ.</b>) αυτός τον οποίο αποκτά [[κανείς]] για τον εαυτό του<br /><b>2.</b> αυτός που αποκτήθηκε με [[υιοθεσία]]<br /><b>3.</b> αυτός που έχει εισαχθεί από το εξωτερικό.
}}
{{lsm
|lsmtext='''εἰσποιητός:''' -ή, -όν, υιοθετημένος, σε Δημ.
}}
}}