ἐκκρέμαμαι: Difference between revisions

4
(10)
(4)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐκκρέμαμαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[είμαι]] κρεμασμένος<br /><b>2.</b> εξαρτώμαι από [[κάτι]].
|mltxt=[[ἐκκρέμαμαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[είμαι]] κρεμασμένος<br /><b>2.</b> εξαρτώμαι από [[κάτι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐκκρέμαμαι:''' Παθ., κρεμιέμαι από, εξαρτώμαι από, με γεν., σε Πλούτ.
}}
}}