δυσκίνητος: Difference between revisions

4
(10)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[δυσκίνητος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που κινείται με [[δυσκολία]], [[βραδυκίνητος]]<br /><b>2.</b> (για τον νου) αυτός που αντιλαμβάνεται δύσκολα<br /><b>μσν.</b><br />(για χρόνο) [[δύσκολος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σταθερός]], [[αμετάβλητος]]<br /><b>2.</b> (για [[ψυχή]]) [[ασυγκίνητος]]<br /><b>3.</b> [[αμείλικτος]], [[σκληρός]]<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δυσκίνητον</i><br />α) [[σταθερότητα]]<br />β) (για τη [[γλώσσα]]) [[έλλειψη]] ευκαμψίας.
|mltxt=-η, -ο (AM [[δυσκίνητος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που κινείται με [[δυσκολία]], [[βραδυκίνητος]]<br /><b>2.</b> (για τον νου) αυτός που αντιλαμβάνεται δύσκολα<br /><b>μσν.</b><br />(για χρόνο) [[δύσκολος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σταθερός]], [[αμετάβλητος]]<br /><b>2.</b> (για [[ψυχή]]) [[ασυγκίνητος]]<br /><b>3.</b> [[αμείλικτος]], [[σκληρός]]<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δυσκίνητον</i><br />α) [[σταθερότητα]]<br />β) (για τη [[γλώσσα]]) [[έλλειψη]] ευκαμψίας.
}}
{{lsm
|lsmtext='''δυσκίνητος:''' -ον (κῑνέω), [[δύσκολος]] στο να μετακινηθεί, αργοκίνητος, σε Πλάτ.· [[αμετακίνητος]], [[σταθερός]], [[αποφασιστικός]], σε Πλούτ.· [[αδυσώπητος]], [[αμείλικτος]], [[σκληρός]], σε Ανθ.
}}
}}