ἐκτελής: Difference between revisions

4
(11)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐκτελής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> [[τέλειος]], τελειωμένος («τὰ δ' ἀγάθ' ἐκτελῆ [[γενέσθαι]]», <b>Αισχ.</b>)<br /><b>2.</b> α) (για [[σιτηρά]]) ώριμος<br />(«εὔχεσθαι δὲ ἐκτελέα βρίθειν Δημήτερος ἱερὸν [[ἀκτήν]]», <b>Ησίοδ.</b>)<br />β) (<b>για πρόσ.</b>) «ἤδη πεφυκότ' ἐκτελῆ νεανίαν» — που [[είναι]] [[πλέον]] ώριμος [[νέος]], Ευριπ.).
|mltxt=[[ἐκτελής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> [[τέλειος]], τελειωμένος («τὰ δ' ἀγάθ' ἐκτελῆ [[γενέσθαι]]», <b>Αισχ.</b>)<br /><b>2.</b> α) (για [[σιτηρά]]) ώριμος<br />(«εὔχεσθαι δὲ ἐκτελέα βρίθειν Δημήτερος ἱερὸν [[ἀκτήν]]», <b>Ησίοδ.</b>)<br />β) (<b>για πρόσ.</b>) «ἤδη πεφυκότ' ἐκτελῆ νεανίαν» — που [[είναι]] [[πλέον]] ώριμος [[νέος]], Ευριπ.).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐκτελής:''' -ές ([[τέλος]]), αυτός που έχει ολοκληρωθεί, ο [[τέλειος]], σε Αισχύλ.· λέγεται για [[σιτάρι]], ώριμος, [[μεστός]], σε Ησίοδ.· λέγεται για πρόσωπα, σε Ευρ.
}}
}}