δυσπρόσοπτος: Difference between revisions

4
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δυσπρόσοπτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δύσκολα μπορεί [[κανείς]] να αντικρίσει<br /><b>2.</b> ο [[φοβερός]] στην όψη.
|mltxt=[[δυσπρόσοπτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δύσκολα μπορεί [[κανείς]] να αντικρίσει<br /><b>2.</b> ο [[φοβερός]] στην όψη.
}}
{{lsm
|lsmtext='''δυσπρόσοπτος:''' -ον ([[προσόψομαι]], μέλ. του <i>προσ-οράω</i>), [[δύσκολος]] στην όραση, [[τρομακτικός]] στην όψη, σε Σοφ.
}}
}}