ἔμψοφος: Difference between revisions

4
(11)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἔμψοφος]], -ον (Α)<br />αυτός που παράγει ήχο, [[ηχηρός]], [[θορυβώδης]].
|mltxt=[[ἔμψοφος]], -ον (Α)<br />αυτός που παράγει ήχο, [[ηχηρός]], [[θορυβώδης]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἔμψοφος:''' -ον (ἐν), αυτός που ηχεί, που κάνει κρότο, σε Ανθ.
}}
}}