3,277,020
edits
(11) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἔμφωνος]], -ον (AM)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[φωνή]], [[φωνητικός]], [[φωνήεις]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει δυνατή [[φωνή]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἔμφωνον</i><br />το να διαθέτει [[κανείς]] [[απλώς]] [[φωνή]] ή δυνατή [[φωνή]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εμφώνως</i><br />μεγαλοφώνως, με δυνατή [[φωνή]]. | |mltxt=[[ἔμφωνος]], -ον (AM)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[φωνή]], [[φωνητικός]], [[φωνήεις]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει δυνατή [[φωνή]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἔμφωνον</i><br />το να διαθέτει [[κανείς]] [[απλώς]] [[φωνή]] ή δυνατή [[φωνή]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εμφώνως</i><br />μεγαλοφώνως, με δυνατή [[φωνή]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἔμφωνος:''' -ον (ἐν, [[φωνή]]), αυτός που έχει δυνατή [[φωνή]], [[βροντόφωνος]], ε Ξεν. | |||
}} | }} |