ἔμπαιος: Difference between revisions

4
(11)
(4)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἔμπαιος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[έμπειρος]], [[ικανός]]<br /><b>2.</b> [[γνώστης]], [[ειδήμονας]].———————— <b>(II)</b><br />[[ἔμπαιος]], -ον (Α)<br />αυτός που επιτίθεται αιφνίδια.
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἔμπαιος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[έμπειρος]], [[ικανός]]<br /><b>2.</b> [[γνώστης]], [[ειδήμονας]].———————— <b>(II)</b><br />[[ἔμπαιος]], -ον (Α)<br />αυτός που επιτίθεται αιφνίδια.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἔμπαιος:''' -ον (Α), ειδήμων ή εκπαιδευμένος σε [[κάτι]], με γεν., σε Ομήρ. Οδ. (πιθ. από τα <i>ἐν</i>, [[πάομαι]]).<br /><b class="num">• [[ἔμπαιος]]:</b> -ον (Β), ([[παίω]]), αυτός που ξεσπά [[ξαφνικά]], [[αιφνίδιος]], σε Αισχύλ.
}}
}}