ἐμφανής: Difference between revisions

4
(11)
(4)
Line 33: Line 33:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (AM [[ἐμφανής]], -ές)<br />ο [[καθαρά]] διακρινόμενος, [[έκδηλος]], [[κατάδηλος]], [[ορατός]], [[φανερός]], [[ολοφάνερος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[επιφανής]], [[σημαντικός]], [[ένδοξος]] («ἀποσταλεὶς [[ἀνήρ]] [[Αἰγύπτιος]]», <b>Διόδ.</b> Σικ.)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> «ἐμφανὴς [[γίγνομαι]]» — [[παρουσιάζομαι]], εμφανίζομαι<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «εἰς τὸ ἐμφανές» — ενώπιον, [[μπροστά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για στιλπνή [[επιφάνεια]], [[κάτοπτρο]] <b>κ.λπ.</b>) αυτός που αντανακλά, που αντικατοπτρίζει<br /><b>2.</b> (για θεούς) ο εμφανιζόμενος με ανθρώπινη [[μορφή]] («εἴ σοι ἐμφανὴς γενόμενος ὁ [[θεός]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> (για λόγους ἡ πράγματα) [[γνωστός]], [[φανερός]], [[πασίγνωστος]] («οὐ γάρ ἐστι τἀμφανῆ κρύπτειν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «ἐκ τοῡ ἐμφανοῡς» ή «εἰς τοὐμφανὲς» ή «ἐν τῷ ἐμφανεῑ» — [[φανερά]], έκδηλα<br />β) «ἐν ἐμφανεῑ λόγῳ» — με [[παρρησία]], [[φανερά]]<br />γ) «ἐμφανὴς τιμαῑς» — εμφανώς τιμώμενος<br />δ) «ἐμφανῆ παρέχειν τινὰ» ή «ἐμφανῆ καταστῆσαι» — η [[προσαγωγή]], η [[παρουσίαση]] κάποιου στο δικαστήριο<br />ε) «ἐμφανῶν [[κατάστασις]]» — η [[ενέργεια]] για [[παρουσίαση]] ή [[προσαγωγή]] κάποιου» — στ) «τὰ ἐμφανῆ κτήματα» — η υπάρχουσα [[τώρα]] [[ιδιοκτησία]] (<b>Ξεν.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εμφανώς</i><br />[[φανερά]], πραγματικά, [[καθαρά]], [[σαφώς]], [[χωρίς]] [[αμφιβολία]].
|mltxt=-ές (AM [[ἐμφανής]], -ές)<br />ο [[καθαρά]] διακρινόμενος, [[έκδηλος]], [[κατάδηλος]], [[ορατός]], [[φανερός]], [[ολοφάνερος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[επιφανής]], [[σημαντικός]], [[ένδοξος]] («ἀποσταλεὶς [[ἀνήρ]] [[Αἰγύπτιος]]», <b>Διόδ.</b> Σικ.)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> «ἐμφανὴς [[γίγνομαι]]» — [[παρουσιάζομαι]], εμφανίζομαι<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «εἰς τὸ ἐμφανές» — ενώπιον, [[μπροστά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για στιλπνή [[επιφάνεια]], [[κάτοπτρο]] <b>κ.λπ.</b>) αυτός που αντανακλά, που αντικατοπτρίζει<br /><b>2.</b> (για θεούς) ο εμφανιζόμενος με ανθρώπινη [[μορφή]] («εἴ σοι ἐμφανὴς γενόμενος ὁ [[θεός]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> (για λόγους ἡ πράγματα) [[γνωστός]], [[φανερός]], [[πασίγνωστος]] («οὐ γάρ ἐστι τἀμφανῆ κρύπτειν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «ἐκ τοῡ ἐμφανοῡς» ή «εἰς τοὐμφανὲς» ή «ἐν τῷ ἐμφανεῑ» — [[φανερά]], έκδηλα<br />β) «ἐν ἐμφανεῑ λόγῳ» — με [[παρρησία]], [[φανερά]]<br />γ) «ἐμφανὴς τιμαῑς» — εμφανώς τιμώμενος<br />δ) «ἐμφανῆ παρέχειν τινὰ» ή «ἐμφανῆ καταστῆσαι» — η [[προσαγωγή]], η [[παρουσίαση]] κάποιου στο δικαστήριο<br />ε) «ἐμφανῶν [[κατάστασις]]» — η [[ενέργεια]] για [[παρουσίαση]] ή [[προσαγωγή]] κάποιου» — στ) «τὰ ἐμφανῆ κτήματα» — η υπάρχουσα [[τώρα]] [[ιδιοκτησία]] (<b>Ξεν.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εμφανώς</i><br />[[φανερά]], πραγματικά, [[καθαρά]], [[σαφώς]], [[χωρίς]] [[αμφιβολία]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐμφᾰνής:''' -ές,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που αντανακλά τον εαυτό του, που καθρεφτίζει ([[είδωλο]]), λέγεται για καθρέφτες, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[ορατός]] στο [[μάτι]], [[φανερός]], [[ιδίως]] λέγεται για τους θεούς που εμφανίζονται με υλική [[υπόσταση]] στους θνητούς, σε Σοφ. κ.λπ.· ομοίως και, ἐμφανῆ τινα [[ἰδεῖν]], τον [[βλέπω]] με τη [[φυσική]] του [[μορφή]], στον ίδ.· λέγεται για πράγματα, <i>τἀμφανῆ κρύπτειν</i>, στον ίδ.· <i>ἐμφ. τεκμήρια</i>, ορατές, απτές, φανερές, ολοφάνερες αποδείξεις, στον ίδ.· <i>τὰ ἐμφ. κτήματα</i>, φανερή [[περιουσία]], πραγματική [[ιδιοκτησία]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> <i>ποιεῖν τι ἐμφανές</i>, κάνω [[κάτι]] δημοσίως, Λατ. in [[propatulo]], σε Ηρόδ.· <i>τὸ ἐμφ</i>. αντίθ. προς <i>τὸ [[μέλλον]]</i>, σε Θουκ.· εἰς τοὐμφανὲς [[ἰέναι]], έρχεται [[κάτι]] στο φως, σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> [[φανερός]], [[πραγματικός]], [[ψηλαφητός]], [[απτός]], [[καταφανής]], [[οφθαλμοφανής]], σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">4.</b> [[εμφανής]], [[γνωστός]], [[πασίδηλος]], <i>τὰ ἐμφανῆ</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">III.</b> επίρρ., <i>-νῶς</i>, Ιων. -[[νέως]], [[φανερά]], ανοιχτά, Λατ. [[palam]], στον ίδ., Αισχύλ. κ.λπ.· ανοιχτά, δηλ. όχι [[κρυφά]] ή δόλια, ύπουλα, σε Σοφ.· <i>οὐ λόγοις</i>, ἀλλ' [[ἐμφανῶς]], [[αλλά]] πραγματικά, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> ομοίως και ως ουδ. επίθ., <i>ἐξ ἐμφανέος</i> ή <i>ἐκ τοῦ ἐμφ</i>., σε Ηρόδ.· <i>ἐν τῷ ἐμφανεῖ</i>, σε Θουκ.
}}
}}