ἐνεχυρασία: Difference between revisions

4
(12)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐνεχυρασία]], η (Α)<br />[[λήψη]] ενεχύρου για [[εξασφάλιση]] της οφειλής («βουλόμενος τήν ἐνεχυρασίαν μου ποιήσασθαι», <b>Δημοσθ.</b>).
|mltxt=[[ἐνεχυρασία]], η (Α)<br />[[λήψη]] ενεχύρου για [[εξασφάλιση]] της οφειλής («βουλόμενος τήν ἐνεχυρασίαν μου ποιήσασθαι», <b>Δημοσθ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐνεχῠρᾱσία:''' ἡ, [[παροχή]] περιουσίας ως [[ενέχυρο]], [[εγγύηση]], [[υποθήκη]], σε Πλάτ.
}}
}}