ἐναραρίσκω: Difference between revisions

4
(11)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐναραρίσκω]] (Α)<br />[[εναρμόζω]], [[προσαρτώ]], [[προσαρμόζω]] («[[στειλειόν]]... εὖ ἐναρηρός» — [[στειλιάρι]] καλά προσαρμοσμένο, Όμ.).
|mltxt=[[ἐναραρίσκω]] (Α)<br />[[εναρμόζω]], [[προσαρτώ]], [[προσαρμόζω]] («[[στειλειόν]]... εὖ ἐναρηρός» — [[στειλιάρι]] καλά προσαρμοσμένο, Όμ.).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐνᾰρᾰρίσκω:''' αόρ. αʹ <i>ἐνῆρσα</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[προσαρμόζω]] ή [[στερεώνω]], [[συναρμολογώ]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> <i>ἐνάρηρα</i>, αμτβ., είμαι προσαρμοσμένος σε, στο ίδ.
}}
}}