ἐνσκίμπτω: Difference between revisions

4
(12)
(4)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐνσκίμπτω]], ποιητ. τ. [[ἐνισκίμπτω]] (Α) [[σκίμπτομαι]]<br /><b>1.</b> [[γέρνω]], [[ρίχνω]] [[προς]] τα [[κάτω]] («οὔδει ἐνισκίμψαντε καρήαντα [οἱ ἵπποι]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εξακοντίζω]]<br /><b>3.</b> [[χτυπώ]], [[πλήττω]].
|mltxt=[[ἐνσκίμπτω]], ποιητ. τ. [[ἐνισκίμπτω]] (Α) [[σκίμπτομαι]]<br /><b>1.</b> [[γέρνω]], [[ρίχνω]] [[προς]] τα [[κάτω]] («οὔδει ἐνισκίμψαντε καρήαντα [οἱ ἵπποι]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εξακοντίζω]]<br /><b>3.</b> [[χτυπώ]], [[πλήττω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐνσκίμπτω:''' ποιητ. ἐνι-σκ-, Επικ. [[τύπος]] του προηγ., [[χαμηλώνω]], οὔδει ἐνισκίμψαντε [[καρήατα]], για άλογα που κρεμούν, χαμηλώνουν, σκύβουν το [[κεφάλι]] τους θλιμμένα για τον χαμό του κυρίου τους, σε Ομήρ. Ιλ. — Παθ., μπήγομαι, καρφώνομαι στο [[έδαφος]], στο ίδ.
}}
}}