3,277,121
edits
(12) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἔξεδρος]], -ον (Α) [[έδρα]]<br /><b>1.</b> έξω από τον [[τόπο]] διαμονής («ὡς οὐκ [[ἔξεδρος]], ἀλλ' [[ἔντοπος]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ξένος]], [[παράδοξος]], [[αλλόκοτος]] («καὶ [[οὕτως]] ἔξεδρον τὴν τῆς μοχθηρίας υπερβολήν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> (με γεν.) ο [[μακριά]] από [[κάτι]]<br /><b>4.</b> [[δυσοίωνος]] («ἔξεδροι ὄρνιθες», Δίων Κάσσ.). | |mltxt=[[ἔξεδρος]], -ον (Α) [[έδρα]]<br /><b>1.</b> έξω από τον [[τόπο]] διαμονής («ὡς οὐκ [[ἔξεδρος]], ἀλλ' [[ἔντοπος]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ξένος]], [[παράδοξος]], [[αλλόκοτος]] («καὶ [[οὕτως]] ἔξεδρον τὴν τῆς μοχθηρίας υπερβολήν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> (με γεν.) ο [[μακριά]] από [[κάτι]]<br /><b>4.</b> [[δυσοίωνος]] («ἔξεδροι ὄρνιθες», Δίων Κάσσ.). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἔξεδρος:''' -ον ([[ἕδρα]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που διαμένει [[μακριά]] απ' τον [[τόπο]] του, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., [[εκτός]], έξω από, [[μακριά]] από, σε Ευρ.· μεταφ., <i>ἔξεδροι φρενῶν λόγοι</i>, ανόητα [[λόγια]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται πουλιά που χρησιμεύουν ως οιωνοί, <i>ἔξ. χώραν ἔχειν</i>, σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |