3,273,829
edits
(12) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἕννυμι]] και ἑννύω, ιων. τ. [[εἵνυμι]] και εἱνύω (Α)<br /><b>1.</b> [[ντύνω]], [[περιβάλλω]] κάποιον με [[κάτι]] (ενδύματα, [[ασπίδα]], [[πανοπλία]] <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>2.</b> (μέσ. και παθ. με αιτ. πράγμ.) ντύνομαι, [[φορώ]] [[κάτι]] («κακὰ δὲ χροΐ εἵματα [[εἷμαι]]» — έχω φορέσει στο [[σώμα]] μου παλιόρουχα, <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[σκεπάζω]] το [[σώμα]] μου, σκεπάζομαι, καλύπτομαι («ὦ τὸν ἀεὶ κατὰ γᾱς σκότον εἵμενος» — ω εσύ, που έχεις σκεπαστεί με το αιώνιο [[σκοτάδι]] του Άδη, <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο [[αττικός]] ενεστώτας <i>έννῡμι</i> και ο ιων. <i>είνῡμι</i> προέρχονται από τ. <i>Fεσ</i>-<i>νῡ</i>-<i>μι</i> και ανάγονται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>wes</i>- «[[ντύνω]], [[φορώ]]», που αποτελεί πιθ. παρεκτεταμένη σε -<i>es</i>- [[μορφή]] της ρίζας <i>eu</i>-, η οποία απαντά στα λατ. <i>ex</i>-<i>u</i><i>ō</i> «[[ξεντύνω]]», <i>ind</i>-<i>u</i><i>ō</i> «[[ντύνω]]». Η ύπαρξη [[διπλού]] -<i>ν</i>- στο [[έννυμι]], που οφείλεται σε [[αφομοίωση]] του -<i>σ</i>- [[προς]] το -<i>ν</i>-, αποτελεί βασικό [[φαινόμενο]] της αττικής διαλέκτου για λέξεις [[αυτού]] του τύπου (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ζών</i>-<i>νῡμι</i>, <i>σβέν</i>-<i>νῡμι</i>). Ο ελλ. τ. αντιστοιχεί ακριβώς στο αρμεν. <i>z</i>-<i>genum</i> «ντύνομαι», ενώ η Ινδο-ιρανική και η Χεττ. εμφανίζουν τύπους αθέματου ριζικού ενεστώτα (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ινδ. <i>vaste</i> «ντύνεται», β' πληθ. ενεργητ. προστ. χεττ. <i>veš</i>-<i>ten</i>, γ' εν. οριστ. μέσου ενεστώτα <i>veš</i>-<i>tα</i>), που αντιστοιχεί στον ομηρικό τ. [[είμαι]] (<span style="color: red;"><</span> <i>Fεσ</i>-<i>μαι</i>), [[μολονότι]] η μτχ. <i>ειμένος</i> δείχνει ότι ο τ. λειτουργεί ως παρακμ. Τέλος, με τη [[ρίζα]] του [[έννυμι]] συνδέονται και οι λέξεις [[έσθος]], <i>εσθής</i> (-<i>ήτος</i>), [[είμα]], [[ιμάτιο]], <i>αμφίεσις</i>]. | |mltxt=[[ἕννυμι]] και ἑννύω, ιων. τ. [[εἵνυμι]] και εἱνύω (Α)<br /><b>1.</b> [[ντύνω]], [[περιβάλλω]] κάποιον με [[κάτι]] (ενδύματα, [[ασπίδα]], [[πανοπλία]] <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>2.</b> (μέσ. και παθ. με αιτ. πράγμ.) ντύνομαι, [[φορώ]] [[κάτι]] («κακὰ δὲ χροΐ εἵματα [[εἷμαι]]» — έχω φορέσει στο [[σώμα]] μου παλιόρουχα, <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[σκεπάζω]] το [[σώμα]] μου, σκεπάζομαι, καλύπτομαι («ὦ τὸν ἀεὶ κατὰ γᾱς σκότον εἵμενος» — ω εσύ, που έχεις σκεπαστεί με το αιώνιο [[σκοτάδι]] του Άδη, <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο [[αττικός]] ενεστώτας <i>έννῡμι</i> και ο ιων. <i>είνῡμι</i> προέρχονται από τ. <i>Fεσ</i>-<i>νῡ</i>-<i>μι</i> και ανάγονται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>wes</i>- «[[ντύνω]], [[φορώ]]», που αποτελεί πιθ. παρεκτεταμένη σε -<i>es</i>- [[μορφή]] της ρίζας <i>eu</i>-, η οποία απαντά στα λατ. <i>ex</i>-<i>u</i><i>ō</i> «[[ξεντύνω]]», <i>ind</i>-<i>u</i><i>ō</i> «[[ντύνω]]». Η ύπαρξη [[διπλού]] -<i>ν</i>- στο [[έννυμι]], που οφείλεται σε [[αφομοίωση]] του -<i>σ</i>- [[προς]] το -<i>ν</i>-, αποτελεί βασικό [[φαινόμενο]] της αττικής διαλέκτου για λέξεις [[αυτού]] του τύπου (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ζών</i>-<i>νῡμι</i>, <i>σβέν</i>-<i>νῡμι</i>). Ο ελλ. τ. αντιστοιχεί ακριβώς στο αρμεν. <i>z</i>-<i>genum</i> «ντύνομαι», ενώ η Ινδο-ιρανική και η Χεττ. εμφανίζουν τύπους αθέματου ριζικού ενεστώτα (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ινδ. <i>vaste</i> «ντύνεται», β' πληθ. ενεργητ. προστ. χεττ. <i>veš</i>-<i>ten</i>, γ' εν. οριστ. μέσου ενεστώτα <i>veš</i>-<i>tα</i>), που αντιστοιχεί στον ομηρικό τ. [[είμαι]] (<span style="color: red;"><</span> <i>Fεσ</i>-<i>μαι</i>), [[μολονότι]] η μτχ. <i>ειμένος</i> δείχνει ότι ο τ. λειτουργεί ως παρακμ. Τέλος, με τη [[ρίζα]] του [[έννυμι]] συνδέονται και οι λέξεις [[έσθος]], <i>εσθής</i> (-<i>ήτος</i>), [[είμα]], [[ιμάτιο]], <i>αμφίεσις</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἕννῡμι:''' ή ἑννύω, Ιων. [[εἵνυμι]], εἱνύω· μέλ. [[ἕσω]], Επικ. [[ἕσσω]]· Επικ. αόρ. βʹ [[ἕσσα]] — Μέσ., γʹ ενικ. Επικ. μέλ. [[ἕσατο]], Επικ. <i>ἕσσατο</i>, [[ἑέσσατο]] — Παθ., παρακ. [[εἷμαι]], [[εἶται]], Επικ. βʹ ενικ. [[ἕσσαι]]· βʹ και γʹ ενικ. υπερσ. [[ἕσσο]], <i>ἔστο</i>, Επικ. [[ἕεστο]], γʹ δυϊκ. [[ἕσθην]], γʹ πληθ. [[εἵατο]] (<i>√ϜΕΣ</i>, πρβλ. Λατ. [[vestio]]).<br /><b class="num">I.</b> [[ντύνω]], [[σκεπάζω]] κάποιον [[άλλο]], με [[διπλή]] αιτ., <i>κεῖνός σε χλαῖνάν τε χιτῶνά τε ἕσσει</i>, θα σε ντύσει με [[χλαίνη]] και χιτώνα, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ. και Παθ., με αιτ. πράγμ., ντύνομαι με, ενδύομαι με, [[βάζω]] πάνω μου, φορώ, σε Όμηρ.· <i>ἀσπίδας ἑσσάμενοι</i>, για ψηλές ασπίδες που καλύπτουν [[ολόκληρο]] το ανθρώπινο [[σώμα]], σε Ομήρ. Ιλ.· (<i>ξυστὰ</i>) <i>εἱμένα χαλκῷ</i>, δόρατα, κοντάρια καλυμμένα με χαλκό, στο ίδ.· και μεταφ., λάϊνον [[ἕσσο]] χιτῶνα, εσύ είχες περικαλυφθεί με λίθινο χιτώνα, δηλ. υπεβλήθεις σε θάνατο με λιθοβολισμό, στο ίδ.· μεταφ. επίσης, <i>φρεσὶ εἱμένοι ἀλκήν</i>, στο ίδ. | |||
}} | }} |