ἐμβόλιμος: Difference between revisions

4
(11)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ο (AM [[ἐμβόλιμος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που παρεμβάλλεται ή έχει παρεμβληθεί, τοποθετηθεί κατ' [[εξαίρεση]] [[μέσα]] σε κανονική [[σειρά]] (α. «εμβόλιμη [[συνεδρία]]» β. «εμβόλιμη [[ημέρα]]» — η 29η Φεβρουαρίου στα δίσεκτα έτη)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «εμβόλιμοι στίχοι», «ἐμβόλιμα ἔπη» — παρείσακτοι, νόθοι στίχοι, οι οποίοι τοποθετήθηκαν μεταγενέστερα σε ποιητικό [[συνήθως]] [[κείμενο]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «εμβόλιμον [[άσμα]]» και <b>ως ουσ.</b> <i>εμβόλιμο</i>(<i>ν</i>)<br />χορικό [[άσμα]] [[χαλαρά]] συνδεδεμένο με τον μύθο του δράματος ή μουσικό [[κομμάτι]] (intermezzo) [[χαλαρά]] συνδεδεμένο ως [[προς]] το [[θέμα]] με τη [[σύνθεση]] στην οποία έχει παρεμβληθεί<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «μήν [[ἐμβόλιμος]]» — ο 13ος [[μήνας]] τον οποίο προσέθεταν ανά [[διετία]] στο [[αττικό]] [[ημερολόγιο]]<br /><b>2.</b> «ἐμβόλιμοι παῑδες» — υποβολιμαίοι, νόθοι.
|mltxt=-ή, -ο (AM [[ἐμβόλιμος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που παρεμβάλλεται ή έχει παρεμβληθεί, τοποθετηθεί κατ' [[εξαίρεση]] [[μέσα]] σε κανονική [[σειρά]] (α. «εμβόλιμη [[συνεδρία]]» β. «εμβόλιμη [[ημέρα]]» — η 29η Φεβρουαρίου στα δίσεκτα έτη)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «εμβόλιμοι στίχοι», «ἐμβόλιμα ἔπη» — παρείσακτοι, νόθοι στίχοι, οι οποίοι τοποθετήθηκαν μεταγενέστερα σε ποιητικό [[συνήθως]] [[κείμενο]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «εμβόλιμον [[άσμα]]» και <b>ως ουσ.</b> <i>εμβόλιμο</i>(<i>ν</i>)<br />χορικό [[άσμα]] [[χαλαρά]] συνδεδεμένο με τον μύθο του δράματος ή μουσικό [[κομμάτι]] (intermezzo) [[χαλαρά]] συνδεδεμένο ως [[προς]] το [[θέμα]] με τη [[σύνθεση]] στην οποία έχει παρεμβληθεί<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «μήν [[ἐμβόλιμος]]» — ο 13ος [[μήνας]] τον οποίο προσέθεταν ανά [[διετία]] στο [[αττικό]] [[ημερολόγιο]]<br /><b>2.</b> «ἐμβόλιμοι παῑδες» — υποβολιμαίοι, νόθοι.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐμβόλιμος:''' -ον ([[ἐμβάλλω]]), αυτός που παρεμβάλλεται, ο [[παρείσακτος]], σε Ηρόδ.
}}
}}