ἐξοπλίζω: Difference between revisions

4
(12)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἐξοπλίζω]])<br /><b>1.</b> [[εφοδιάζω]] με όλα τα απαραίτητα όπλα<br /><b>2.</b> [[εφοδιάζω]] με όλα τα αναγκαία εξαρτήματα, σκεύη, μηχανήματα (και με το αναγκαίο προσωπικό)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[αφοπλίζω]].
|mltxt=(AM [[ἐξοπλίζω]])<br /><b>1.</b> [[εφοδιάζω]] με όλα τα απαραίτητα όπλα<br /><b>2.</b> [[εφοδιάζω]] με όλα τα αναγκαία εξαρτήματα, σκεύη, μηχανήματα (και με το αναγκαίο προσωπικό)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[αφοπλίζω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐξοπλίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[οπλίζω]] εντελώς, [[εφοδιάζω]], [[εξοπλίζω]], σε Ηρόδ., Ξεν. — Μέσ. και Παθ., οπλίζομαι ή εξοπλίζομαι, σε Ευρ.· [[μπαίνω]] στα όπλα, εξοπλίζομαι, [[στέκομαι]] σε ένοπλη [[παράταξη]], παρατάσσομαι, στον ίδ., σε Ξεν.· γενικά, <i>ἐξωπλισμένος</i>, είμαι εντελώς προετοιμασμένος, εντελώς [[έτοιμος]], σε Αριστοφ.
}}
}}