ἐξολισθάνω: Difference between revisions

4
(Bailly1_2)
(4)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>att. c.</i> [[ἐξολισθαίνω]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ὀλισθάνω]].
|btext=<i>att. c.</i> [[ἐξολισθαίνω]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ὀλισθάνω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐξολισθάνω:''' μέλ. <i>-ολισθήσω</i>, αόρ. βʹ <i>-ώλισθον</i>· [[ξεγλιστρώ]], [[αποφεύγω]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[παρεκκλίνω]], [[εξοστρακίζομαι]], όπως το [[δόρυ]] εξοστρακίζεται από ένα στερεό [[σώμα]] (όταν χτυπήσει πάνω του), σε Ευρ.· [[διαφεύγω]], [[ξεφεύγω]], σε Αριστοφ.· με αιτ., [[παρακάμπτω]], [[αποφεύγω]], στον ίδ.
}}
}}