ἐξερμηνεύω: Difference between revisions

4
(12)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐξερμηνεύω]] (Α) [[ερμηνεύω]]<br /><b>1.</b> [[ερμηνεύω]], [[μεταφράζω]]<br /><b>2.</b> [[περιγράφω]] με [[ακρίβεια]].
|mltxt=[[ἐξερμηνεύω]] (Α) [[ερμηνεύω]]<br /><b>1.</b> [[ερμηνεύω]], [[μεταφράζω]]<br /><b>2.</b> [[περιγράφω]] με [[ακρίβεια]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐξερμηνεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[περιγράφω]] ακριβώς, σε Λουκ.
}}
}}