ἐξέρομαι: Difference between revisions

4
(12)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐξέρομαι]], ιων. τ. [[ἐξείρομαι]] (Α) [[έρομαι]]<br /><b>1.</b> [[ζητώ]] τη [[γνώμη]] ή τη [[συμβουλή]] κάποιου («Διὸς ἐξείρετο βουλήν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (με αιτ. προσ.) [[ρωτώ]] κάποιον.
|mltxt=[[ἐξέρομαι]], ιων. τ. [[ἐξείρομαι]] (Α) [[έρομαι]]<br /><b>1.</b> [[ζητώ]] τη [[γνώμη]] ή τη [[συμβουλή]] κάποιου («Διὸς ἐξείρετο βουλήν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (με αιτ. προσ.) [[ρωτώ]] κάποιον.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐξέρομαι:''' Ιων. -είρομαι· μέλ. <i>-ερήσομαι</i>, αόρ. βʹ <i>-ηρόμην</i>, απαρ. <i>-ερέσθαι</i>· αποθ.,<br /><b class="num">1.</b> [[ρωτώ]] και [[παίρνω]] πληροφορίες για [[κάτι]], σε Ομήρ. Οδ., Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[ρωτώ]] να μάθω για κάποιον, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.
}}
}}