ἐξελέγχω: Difference between revisions

4
(12)
(4)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἐξελέγχω]]) [[ελέγχω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ενεργώ]] λεπτομερή έλεγχο, [[εξακριβώνω]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>μέσ.</b> δικαιώνομαι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αποδεικνύω]] κάποιον ως ένοχο («ἐπ' αἰσχρᾱς αἰτίας ἐξελήλεγκται», Λυσ.)<br /><b>2.</b> [[αναιρώ]], [[ανασκευάζω]] («ὑπ' ἐμοῡ ἐξελεγχθήσονται ἔργῳ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[αποδεικνύω]] ότι [[κάποιος]] αγνοεί [[κάτι]] («ταῡτα αὐτὸν [[εἶναι]] σοφὸν ἅ ἄν ἄλλον ἐξελέγξω», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[αποφασίζω]] [[μετά]] από [[δοκιμασία]] («ἐξελέγχων [[μόνος]] ἀλάθειαν ἐτήτυμον [[χρόνος]]», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> [[είμαι]] [[γνωστός]] για τα αισθήματα ή τη [[διαγωγή]] μου<br /><b>6.</b> <b>ιατρ.</b> [[βρίσκω]] τα άρρωστα [[σημεία]]<br /><b>7.</b> [[μετρώ]], [[απαριθμώ]] («[[ἀλλά]] χαλκὸν μυρίον οὐ δυνατὸν ἐξελέγχειν», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>8.</b> [[απαιτώ]].
|mltxt=(AM [[ἐξελέγχω]]) [[ελέγχω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ενεργώ]] λεπτομερή έλεγχο, [[εξακριβώνω]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>μέσ.</b> δικαιώνομαι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αποδεικνύω]] κάποιον ως ένοχο («ἐπ' αἰσχρᾱς αἰτίας ἐξελήλεγκται», Λυσ.)<br /><b>2.</b> [[αναιρώ]], [[ανασκευάζω]] («ὑπ' ἐμοῡ ἐξελεγχθήσονται ἔργῳ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[αποδεικνύω]] ότι [[κάποιος]] αγνοεί [[κάτι]] («ταῡτα αὐτὸν [[εἶναι]] σοφὸν ἅ ἄν ἄλλον ἐξελέγξω», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[αποφασίζω]] [[μετά]] από [[δοκιμασία]] («ἐξελέγχων [[μόνος]] ἀλάθειαν ἐτήτυμον [[χρόνος]]», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> [[είμαι]] [[γνωστός]] για τα αισθήματα ή τη [[διαγωγή]] μου<br /><b>6.</b> <b>ιατρ.</b> [[βρίσκω]] τα άρρωστα [[σημεία]]<br /><b>7.</b> [[μετρώ]], [[απαριθμώ]] («[[ἀλλά]] χαλκὸν μυρίον οὐ δυνατὸν ἐξελέγχειν», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>8.</b> [[απαιτώ]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐξελέγχω:'''<b class="num">I. 1.</b> μέλ. <i>-ξω</i>, [[καταδικάζω]], [[ανασκευάζω]], [[αντικρούω]], [[αποκρούω]], [[ανατρέπω]] με [[επιχείρημα]], σε Σοφ., Αριστοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με [[διπλή]] αιτ. προσ. και πράγμ., [[κατηγορώ]] κάποιον για [[κάτι]], σε Πλάτ. — Παθ., είμαι τόσο [[ένοχος]] για, σε Δημ.<br /><b class="num">3.</b> με κατηγορ. μτχ., [[κατηγορώ]] κάποιον ότι είναι..., σε Πλάτ. — Παθ., [[κἀξελέγχεται]] [[κάκιστος]] ὤν, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> [[ερευνώ]], [[εξετάζω]] επιμελώς, κάνω [[κάτι]] φανερό, [[αποδεικνύω]], σε Αισχύλ. — Παθ., [[ἦσαν]] ἐξεληλεγμένοι, οι διαθέσεις όλων ήταν [[καλά]] εξακριβωμένες, σε Δημ.· <i>ἐξηλέγχθη ἐς τὸ ἀληθές</i>, αποδείχτηκε πλήρως ότι ήταν [[αλήθεια]], σε Θουκ.
}}
}}