ἐπιπλάζομαι: Difference between revisions

4
(13)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπιπλάζομαι]] (Α) [[πλάζομαι]]<br /><b>1.</b> περιπλανιέμαι, περιφέρομαι («πόντον ἐπιπλαγχθείς», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ενεργ.</b> [[ἐπιπλάζω]]<br />επιπλήσσω, [[επιτιμώ]], [[ελέγχω]].
|mltxt=[[ἐπιπλάζομαι]] (Α) [[πλάζομαι]]<br /><b>1.</b> περιπλανιέμαι, περιφέρομαι («πόντον ἐπιπλαγχθείς», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ενεργ.</b> [[ἐπιπλάζω]]<br />επιπλήσσω, [[επιτιμώ]], [[ελέγχω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιπλάζομαι:''' μέλ. -[[πλάγξομαι]], αόρ. αʹ <i>ἐπεπλάγχθην</i> — Παθ., περιπλανιέμαι, περιφέρομαι πάνω από, <i>πόντον ἐπιπλαγχθείς</i>, σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}