ἐπιπλέω: Difference between revisions

4
(13)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[ἐπιπλέω]] και ιων. τ. [[ἐπιπλώω]]) [[πλέω]]<br /><b>1.</b> [[πλέω]] ή [[ανεβαίνω]] και [[παραμένω]] στην [[επιφάνεια]] ενός υγρού («ἀσθενὲς δὲ τὸ [[ὕδωρ]]... [[ὥστε]] μηδὲν οἷόν τε [[εἶναι]] ἐπ’ αὐτοῡ ἐπιπλώειν, [[μήτε]] [[ξύλον]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ακολουθώ]] [[άλλο]] [[πλοίο]] ή στόλο («ἐπέπλει [[κατόπιν]] ἐπί παντὶ τῷ στόλῳ», <b>Πολ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κατορθώνω]] να υποσκελίσω άλλους, να έλθω στην [[επιφάνεια]], να διακριθώ («καταφέρνει [[πάντα]] να επιπλέει»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διαπλέω]], [[διασχίζω]] («οἱ μὲν ἔπειτ’ ἀναβάντες ἐπέπλεον ὑγρὰ κέλευθα», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[προσβάλλω]] από τη [[θάλασσα]] («ἅμα ἕω ἐπέπλεον τῇ Κερκύρᾳ», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> (για ανθρώπ.) επιβιβάζομαι σε [[πλοίο]] («τῶν δὲ ἐπιπλωόντων [[μετά]] γε τοὺς στρατηγούς», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[πλέω]] παράλληλα [[προς]] την [[ακτή]], [[παραπλέω]].
|mltxt=(Α [[ἐπιπλέω]] και ιων. τ. [[ἐπιπλώω]]) [[πλέω]]<br /><b>1.</b> [[πλέω]] ή [[ανεβαίνω]] και [[παραμένω]] στην [[επιφάνεια]] ενός υγρού («ἀσθενὲς δὲ τὸ [[ὕδωρ]]... [[ὥστε]] μηδὲν οἷόν τε [[εἶναι]] ἐπ’ αὐτοῡ ἐπιπλώειν, [[μήτε]] [[ξύλον]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ακολουθώ]] [[άλλο]] [[πλοίο]] ή στόλο («ἐπέπλει [[κατόπιν]] ἐπί παντὶ τῷ στόλῳ», <b>Πολ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κατορθώνω]] να υποσκελίσω άλλους, να έλθω στην [[επιφάνεια]], να διακριθώ («καταφέρνει [[πάντα]] να επιπλέει»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διαπλέω]], [[διασχίζω]] («οἱ μὲν ἔπειτ’ ἀναβάντες ἐπέπλεον ὑγρὰ κέλευθα», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[προσβάλλω]] από τη [[θάλασσα]] («ἅμα ἕω ἐπέπλεον τῇ Κερκύρᾳ», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> (για ανθρώπ.) επιβιβάζομαι σε [[πλοίο]] («τῶν δὲ ἐπιπλωόντων [[μετά]] γε τοὺς στρατηγούς», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[πλέω]] παράλληλα [[προς]] την [[ακτή]], [[παραπλέω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιπλέω:''' Ιων. -[[πλώω]], μέλ. -[[πλεύσομαι]]· Επικ. βʹ ενικ. αορ. βʹ <i>ἐνέπλως</i>, μτχ. [[ἐπιπλώς]]· μτχ. αορ. αʹ [[ἐπιπλώσας]]·<br /><b class="num">I.</b> [[πλέω]] [[επάνω]] από, <i>πόντον</i>, σε Όμηρ.<br /><b class="num">II.</b> [[πλέω]] [[εναντίον]], [[προσβάλλω]] μέσω θαλάσσης, με δοτ., σε Ηρόδ., Θουκ.<br /><b class="num">III.</b> είμαι [[επιβάτης]] πλοίου, [[ταξιδεύω]] στη [[θάλασσα]], στον ίδ.<br /><b class="num">IV.</b> [[επιπλέω]] στην [[επιφάνεια]], σε Ηρόδ.
}}
}}