ἐπουρίζω: Difference between revisions

4
(14)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἐπουρίζω]])<br />(για άνεμο) [[αρχίζω]] να [[γίνομαι]] [[ούριος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αλλάζω]] την [[πορεία]] ιστιοφόρου από [[πλεύση]] πλαγιοδρομίας σε [[πλεύση]] ουριοδρομίας, [[αρμενίζω]] στα [[πρύμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[θάλασσα]]) ωθώ [[προς]] τα [[εμπρός]] ως [[ούριος]] [[άνεμος]] («ἐπουρίζοντος δὲ τοῡ πελάγους [[καθάπερ]] τοῡ ποταμίου ῥεύματος διὰ τὴν [[πλημμυρίδα]]», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>2.</b> (με σύστοιχη αιτ. και δοτ.) (για Ερινύες) [[φυσώ]] [[πνοή]] αίματος («αἱματηρὸν πνεῡμ’ ἐπουρίσασα τῷ... νηδύος πυρί», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ταξιδεύω]] με ούριο άνεμο («τρέχε νῡν κατὰ τοὺς [[κόρακας]] ἐπουρίσας», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[ουρίζω]] «[[κατευθύνω]] σωστά» (<span style="color: red;"><</span> [[ούρος]] «[[ευνοϊκός]] [[άνεμος]]»)].
|mltxt=(AM [[ἐπουρίζω]])<br />(για άνεμο) [[αρχίζω]] να [[γίνομαι]] [[ούριος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αλλάζω]] την [[πορεία]] ιστιοφόρου από [[πλεύση]] πλαγιοδρομίας σε [[πλεύση]] ουριοδρομίας, [[αρμενίζω]] στα [[πρύμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[θάλασσα]]) ωθώ [[προς]] τα [[εμπρός]] ως [[ούριος]] [[άνεμος]] («ἐπουρίζοντος δὲ τοῡ πελάγους [[καθάπερ]] τοῡ ποταμίου ῥεύματος διὰ τὴν [[πλημμυρίδα]]», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>2.</b> (με σύστοιχη αιτ. και δοτ.) (για Ερινύες) [[φυσώ]] [[πνοή]] αίματος («αἱματηρὸν πνεῡμ’ ἐπουρίσασα τῷ... νηδύος πυρί», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ταξιδεύω]] με ούριο άνεμο («τρέχε νῡν κατὰ τοὺς [[κόρακας]] ἐπουρίσας», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[ουρίζω]] «[[κατευθύνω]] σωστά» (<span style="color: red;"><</span> [[ούρος]] «[[ευνοϊκός]] [[άνεμος]]»)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπουρίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[πνέω]] ευνοϊκά πάνω από, λέγεται για ευνοϊκό, ούριο άνεμο ([[οὖρος]]), <i>ἐπ. τὴν ὀθόνην</i>, [[φουσκώνω]] τα πανιά, σε Λουκ.· μεταφ., [[φρόνημα]] [[ἐπουρίζω]], [[αλλάζω]] την [[άποψη]] κάποιου με [[επιτυχία]] πάνω σε ένα [[ζήτημα]], σε Ευρ.· με σύστ. αιτ., [[πνεῦμα]] αἱματηρὸν [[ἐπουρίζω]] τινί (λέγεται για τις Ερινύες), [[στέλνω]], [[εξαπολύω]] [[εναντίον]] του [[θύελλα]], άνεμο δολοφονικής πνοής, σε Αισχύλ.
}}
}}