ἐργοδότης: Difference between revisions

4
(14)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. εργοδότισσα, εργοδότρια, εργοδότις (AM [[ἐργοδότης]]<br />Μ θηλ. ἐργοδότρια)<br />[[φυσικό]] ή νομικό [[πρόσωπο]] που χρησιμοποιεί έμμισθο προσωπικό με [[σχέση]] εργασίας ιδιωτικού δικαίου<br /><b>μσν.</b><br /><i>ἡ ἐργοδότρια</i><br />η υπεύθυνη μοναστηριού για την [[κατανομή]] τών έργων στις μοναχές.
|mltxt=ο, θηλ. εργοδότισσα, εργοδότρια, εργοδότις (AM [[ἐργοδότης]]<br />Μ θηλ. ἐργοδότρια)<br />[[φυσικό]] ή νομικό [[πρόσωπο]] που χρησιμοποιεί έμμισθο προσωπικό με [[σχέση]] εργασίας ιδιωτικού δικαίου<br /><b>μσν.</b><br /><i>ἡ ἐργοδότρια</i><br />η υπεύθυνη μοναστηριού για την [[κατανομή]] τών έργων στις μοναχές.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐργοδότης:''' -ου, ὁ, αυτός που παρέχει [[εργασία]], αντίθ. προς το [[ἐργολάβος]], σε Ξεν.
}}
}}