εὐαής: Difference between revisions

4
(14)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐαής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> [[ευάερος]], [[δροσερός]]<br /><b>2.</b> (για άνεμο) αυτός που πνέει ευνοϊκά, ο [[ούριος]]<br /><b>3.</b> [[ευνοϊκός]], [[ευμενής]], [[ωφέλιμος]], [[ευχάριστος]] (και με επιρρ. σημ.) («Ὕπνε... εὐαὲς ἡμῑν ἔλθοις», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>αής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[άημι]] «[[φυσώ]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>δυσ</i>-<i>αής</i>, <i>υπερ</i>-<i>αής</i>. Το μακρό <i>ᾱ</i> οφείλεται ή σε [[λειτουργία]] του νόμου «της εκτάσεως εν συνθέσει» ή σε μετρικούς λόγους].
|mltxt=[[εὐαής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> [[ευάερος]], [[δροσερός]]<br /><b>2.</b> (για άνεμο) αυτός που πνέει ευνοϊκά, ο [[ούριος]]<br /><b>3.</b> [[ευνοϊκός]], [[ευμενής]], [[ωφέλιμος]], [[ευχάριστος]] (και με επιρρ. σημ.) («Ὕπνε... εὐαὲς ἡμῑν ἔλθοις», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>αής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[άημι]] «[[φυσώ]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>δυσ</i>-<i>αής</i>, <i>υπερ</i>-<i>αής</i>. Το μακρό <i>ᾱ</i> οφείλεται ή σε [[λειτουργία]] του νόμου «της εκτάσεως εν συνθέσει» ή σε μετρικούς λόγους].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐᾱής:''' -ές ([[ἄημι]]),·<br /><b class="num">I.</b> [[ευάερος]], [[φρέσκος]], [[δροσερός]], σε Ησίοδ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., λέγεται για άνεμο, αυτός που φυσά ευνοϊκά, [[αίσιος]], [[ούριος]], σε Ηρόδ., Ευρ.· μεταφ., [[ευνοϊκός]], σε Σοφ.
}}
}}