εὐρύστερνος: Difference between revisions

4
(15)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐρύστερνος]], -ον)<br />αυτός που έχει πλατύ [[στέρνο]], πλατύ [[στήθος]], ο [[πλατύστερνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευρυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[στέρνον]].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐρύστερνος]], -ον)<br />αυτός που έχει πλατύ [[στέρνο]], πλατύ [[στήθος]], ο [[πλατύστερνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευρυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[στέρνον]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐρύστερνος:''' -ον ([[στέρνον]]), αυτός που έχει φαρδύ [[στέρνο]], [[πλατύστερνος]], σε Ησίοδ.
}}
}}