εὐθύδικος: Difference between revisions

4
(15)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐθύδικος]], -ον)<br />αυτός που κρίνει σωστά, αυτός που δικάζει δίκαια<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εὐθύδικον</i><br />η [[ευθυδικία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευθυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>δικος</i> <span style="color: red;"><</span> [[δίκη]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ά</i>-<i>δικος</i>, [[κατά]]-<i>δικος</i>)].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐθύδικος]], -ον)<br />αυτός που κρίνει σωστά, αυτός που δικάζει δίκαια<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εὐθύδικον</i><br />η [[ευθυδικία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευθυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>δικος</i> <span style="color: red;"><</span> [[δίκη]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ά</i>-<i>δικος</i>, [[κατά]]-<i>δικος</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐθύδῐκος:''' -ον ([[δίκη]]), αυτός που δικάζει δίκαια, σε Αισχύλ., Ανθ.
}}
}}