ἐφηβεύω: Difference between revisions

4
(15)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐφηβεύω]] (Α) [[έφηβος]]<br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[έφηβος]], [[φθάνω]] στην εφηβική [[ηλικία]]<br /><b>2.</b> <b>επιγρ.</b> «oἱ ἐφηβεύσαντες» — αυτοί που έχουν γίνει έφηβοι<br /><b>3.</b> (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τὸ ἐφηβεῡον</i><br />οι έφηβοι.
|mltxt=[[ἐφηβεύω]] (Α) [[έφηβος]]<br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[έφηβος]], [[φθάνω]] στην εφηβική [[ηλικία]]<br /><b>2.</b> <b>επιγρ.</b> «oἱ ἐφηβεύσαντες» — αυτοί που έχουν γίνει έφηβοι<br /><b>3.</b> (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τὸ ἐφηβεῡον</i><br />οι έφηβοι.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐφηβεύω:''' ([[ἔφηβος]]), [[φθάνω]] στην εφηβική [[ηλικία]].
}}
}}