ἡμιωβολιαῖος: Difference between revisions

4
(16)
(4)
Line 10: Line 10:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡμιωβολιαῑος, -α, -ον (Α) [[ημιώβολο]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[αξία]] μισού οβολού<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[μέγεθος]] μισού οβολού.
|mltxt=ἡμιωβολιαῑος, -α, -ον (Α) [[ημιώβολο]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[αξία]] μισού οβολού<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[μέγεθος]] μισού οβολού.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἡμιωβολιαῖος:''' -α, -ον, αυτός που έχει αξία μισού οβολού, σε Αριστοφ.· αυτός που έχει το [[μέγεθος]] του μισού οβολού, σε Ξεν.
}}
}}