εὐστόμαχος: Difference between revisions

4
(15)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐστόμαχος]], -ον)<br />ο [[ωφέλιμος]] για το [[στομάχι]], ο [[εύπεπτος]] («καρπὸν φέρει εὐστόμαχον»)<br /><b>μσν.</b><br />[[υγιής]] ως [[προς]] το [[στομάχι]], με καλή [[λειτουργία]] του στομάχου<br /><b>αρχ.</b><br />[[ήρεμος]], [[γαλήνιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[στόμαχος]].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐστόμαχος]], -ον)<br />ο [[ωφέλιμος]] για το [[στομάχι]], ο [[εύπεπτος]] («καρπὸν φέρει εὐστόμαχον»)<br /><b>μσν.</b><br />[[υγιής]] ως [[προς]] το [[στομάχι]], με καλή [[λειτουργία]] του στομάχου<br /><b>αρχ.</b><br />[[ήρεμος]], [[γαλήνιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[στόμαχος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐστόμᾰχος:''' -ον, αυτός που είναι [[καλός]] για το [[στομάχι]], [[υγιεινός]]· επίρρ. <i>-χως</i>, σε Ανθ.
}}
}}